- μονοϊδέα
- ηη κυρίαρχη ιδέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ιδέα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αν. Λασκαράτο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοϊδεϊσμός — και μονοϊδεασμός, ο συγκέντρωση τής προσοχής γύρω από μια κυρίαρχη ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοϊδέα + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ἄστυ] … Dictionary of Greek